Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο εγείρει ερωτήματα για το αν μπορεί να αναβιώσει την αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία.
Ο κλάδος βρίσκεται σε αναταραχή, επηρεαζόμενος από τη μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση, τους δασμούς και τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς.
Οι πολιτικές Τραμπ εστιάζουν στη μείωση ρυθμίσεων για εκπομπές ρύπων, στην αναθεώρηση κινήτρων για ηλεκτρικά οχήματα και στην επιβολή δασμών στα εισαγόμενα αυτοκίνητα και ανταλλακτικά.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν έθεσε φιλόδοξους στόχους για μείωση κατανάλωσης καυσίμου, ενώ οι πολιτικές Τραμπ αναμένεται να μειώσουν τις απαιτήσεις για ρύπους.
Αυτό θα διευκολύνει εταιρείες όπως η Ford, που αντιμετωπίζει ζημίες λόγω ηλεκτροκίνησης, αλλά μπορεί να προκαλέσει σύγκρουση με πολιτείες όπως η Καλιφόρνια που εφαρμόζουν αυστηρότερους κανονισμούς.
Παράλληλα, εταιρείες όπως η Tesla, που βασίζονται σε «πιστωτικά ρύπων», ενδέχεται να επηρεαστούν αρνητικά.
Στα ηλεκτρικά οχήματα, το πρόγραμμα IRA ενίσχυσε την παραγωγή μπαταριών και αύξησε τις πωλήσεις με επιδοτήσεις. Ωστόσο, ο Τραμπ αναμένεται να επανεξετάσει αυτές τις ενισχύσεις, πιθανόν μειώνοντας τα κίνητρα και επιβραδύνοντας τη μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση.
Αυτό θα ανακουφίσει βραχυπρόθεσμα τις αυτοκινητοβιομηχανίες, αλλά ίσως καθυστερήσει την καινοτομία.
Στο εμπόριο, η επιβολή δασμών 25% σε εισαγόμενα αυτοκίνητα από Μεξικό και Καναδά θα αυξήσει το κόστος για καταναλωτές και κατασκευαστές.
Η μέση τιμή νέων αυτοκινήτων, ήδη υψηλή, μπορεί να ανέβει περαιτέρω, ωθώντας τους καταναλωτές σε μεταχειρισμένα οχήματα.
Οι πολιτικές Τραμπ προσφέρουν ευκαιρίες και προκλήσεις. Ενώ βραχυπρόθεσμα μπορούν να μειώσουν το κόστος παραγωγής, μακροπρόθεσμα ίσως περιορίσουν την καινοτομία και τη μετάβαση στις σύγχρονες τεχνολογίες.
Η επιτυχία θα εξαρτηθεί από το αν ο Τραμπ καταφέρει να ισορροπήσει την οικονομική ανάπτυξη με τις απαιτήσεις της σύγχρονης αυτοκινητοβιομηχανίας.
