Όταν η μοίρα δεν παίζει παιχνίδια με την τύχη, παντρεύει:
έναν νοικάρη με το δικό του σπίτι, δύο ανθρώπους -κυριολεκτικά-, τον έρωτα με
τη σύλληψη, κι έσχατα, τη ζωή με το θάνατο. Αυτό ξέρει να κάνει ή, αυτό θα
‘ξερε αν υπήρχε, το «κομμάτι που ανήκει στον καθένα». Εμείς την επινοήσαμε,
αναντίρρητα, για να τσουβαλιάσουμε τις συμπτώσεις, τις πιθανότητες και τη
στατιστική.
Γιατί «ριζικό», δεν υπάρχει.
Μερικές φορές όμως, ενώ νομίζεις ότι σκόνταψες σε κάτι,
είναι το ίδιο που σε έχει βρει. Και μπορεί να μην είναι έμβιο, αλλά ψύχη έχει
σίγουρα, γιατί αλλιώς πως διάολο σ’ επέλεξε;
Το MZ με διάλεξε, δεν τίθεται αμφιβολία επ’ αυτού. Δεν έχω καμία
ροπή προς την «μηχανολογική νεκροφιλία», την παραμικρή προτίμηση προς τους
δίχρονους κινητήρες που ξερνάνε καμένο λάδι και παράγουν μια ιδέα ισχύος,
ουδεμία έφεση προς ένα χάρβαλο μηχανάκι που κείτεται στο πεζοδρόμιο, ούτε τόσο
δα γούστο για μια επιμιξία μοτοσικλέτας με υποζύγιο. Αντίθετα μ’ αρέσουν οι
ιστορίες και το MZ έμοιαζε ανεξάντλητο, μολονότι και απρόθυμο να διηγηθεί το
παραμικρό.
Ένα αυτοκόλλητο του δήμου που το καταδίκαζε κάποια στιγμή να
βρεθεί στην πρέσα, μου εξασφάλιζε ότι αν το μάζευα κανείς δεν θα μου ΄λεγε
τίποτα. Αν και δεν αποκλείω μια εκδήλωση ευγνωμοσύνης από κάποιον περίοικο που
του χάλαγε τη αισθητική ή του ‘κλεβε μισή θέση στάθμευσης.
Το πρόβλημα είναι πως διαχειρίζεσαι κάτι τέτοιο. Υπάρχουν
αυτοί οι οραματιστές που βλέπουν κάτι με διαφορετικό μάτι από ‘μένα. Οι
χαρισματικοί τύποι που μπαίνουν σ’ ένα σπίτι υπό πώληση και θεωρούν ότι το ίδιο
«τους βρήκε», παρ’ ότι το προξενιό έγινε μέσω αγγελίας. Κι αμέσως μετά -ενώ
είναι έτοιμοι να μπήξουν τα κλάματα από τη συγκίνηση- αντικρίζουν αυτό που ο
ιδιοκτήτης δεν μπόρεσε ποτέ να δει: το σπίτι όπως θα ήθελε να είναι αν επέλεγε
αυτόβουλα τα χρώματα, τα υλικά και τη διαρρύθμιση.
Αυτοί οι προικισμένοι από την φαντασία κοιτούν ασκαρδαμυκτί,
σαν πυθίες που μάσησαν όλη τη δάφνη των Δελφών και σου λένε το μέλλον, εν
προκειμένω του σπιτιού. Και μετά υλοποιούν το «όραμα», εξορθολογώντας τις
φαντασιώσεις τους.
Κάτι άλλοι βλέπουν ψυχοφθόρες ανακατασκευές, αναξιόπιστα
συνεργεία, πεταμένα λεφτά, ανεμόμυλους και παρατάνε τους δονκιχωτισμούς, μαζί
και το MZ στη μιζέρια του.
Y.Γ.
Ακόμη δεν ξέρω ποιος μάζεψε το MZ
(όσοι το είχαν διασκέδαζαν την άθλια ποιότητά του με το χαϊδευτικό «μεζές»). Κι
ακόμη λέω ότι δεν με νοιάζει.