Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα σιωπηλό αλλά σοβαρό πρόβλημα: τα πετρελαιοκίνητα οχήματα, και κυρίως όσα είναι κακοσυντηρημένα ή παλαιότερων προδιαγραφών, αποτελούν ακόμη και σήμερα σημαντική πηγή ρύπανσης.
Παρότι η σκιά του Dieselgate παραμένει βαριά, η απουσία ενιαίων κανόνων τεχνικού ελέγχου ανά την Ε.Ε. επιτρέπει σε πολλά «βρώμικα» ντίζελ να κυκλοφορούν ανενόχλητα.
Ακόμα και νεότερα μοντέλα Euro 6, παρότι πληρούν τις επίσημες προδιαγραφές, εμφανίζουν στην πράξη εκπομπές που υπερβαίνουν κατά πολύ τα επιτρεπόμενα όρια — μέχρι και 16 φορές περισσότερο από το θεσμοθετημένο όριο, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία.
Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως σε δυσλειτουργικά συστήματα καθαρισμού καυσαερίων, όπως τα φίλτρα DPF και οι καταλύτες, που συχνά δεν ελέγχονται επαρκώς ή έχουν παρακαμφθεί με αμφίβολες πρακτικές.
Επιπλέον, η κάθε χώρα εφαρμόζει διαφορετικά πρωτόκολλα τεχνικών ελέγχων, με αποτέλεσμα ένα αυτοκίνητο που περνάει το ΚΤΕΟ στην Ελλάδα να θεωρείται περιβαλλοντικά ακατάλληλο στη Γερμανία.
Οι νέες τεχνολογίες ελέγχου -όπως οι άμεσες μετρήσεις σωματιδίων στην εξάτμιση -εφαρμόζονται ήδη σε χώρες με αυστηρό πλαίσιο, φέρνοντας στο φως προβλήματα που έως σήμερα περνούσαν απαρατήρητα.
Το 2024, περισσότερα από 400.000 πετρελαιοκίνητα εντοπίστηκαν με προβλήματα καταλυτών στην Ευρώπη, ενώ ο αριθμός εκτοξεύεται στις 750.000 αν ληφθούν υπόψη και άλλες παρατυπίες.
Η Κομισιόν εξετάζει πλέον την πλήρη εναρμόνιση των τεχνικών ελέγχων, με στόχο τον σταδιακό αποκλεισμό των πλέον ρυπογόνων μοντέλων από τους δρόμους.
Στην Ελλάδα, αν και τα μέτρα έρχονται με καθυστέρηση, οι απαγορεύσεις ξεκίνησαν ήδη για τα Euro 4 στην Αττική και σύντομα θα επεκταθούν.
Ωστόσο, η πραγματική αλλαγή φαίνεται πως θα έρθει όχι από την απαγόρευση, αλλά από τη φυσική απόσυρση ενός στόλου που βαδίζει προς την τεχνολογική του δύση.
