Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της αυτοκινητοβιομηχανίας της, εισάγοντας στο νέο πακέτο μέτρων του Green Deal την έννοια του «Made in Europe». Στόχος είναι η στήριξη της ευρωπαϊκής παραγωγής ηλεκτρικών αυτοκινήτων, ωστόσο τα κριτήρια που εξετάζονται ενδέχεται να δημιουργήσουν περισσότερα προβλήματα από όσα λύνουν.
Προς το παρόν, δεν υπάρχει σαφής ορισμός για το τι σημαίνει «ευρωπαϊκό» αυτοκίνητο. Δύο βασικά σενάρια βρίσκονται στο τραπέζι: το πρώτο βασίζεται στο ποσοστό ευρωπαϊκής προστιθέμενης αξίας, δηλαδή εξαρτημάτων, τεχνογνωσίας και ανάπτυξης.
Το δεύτερο δίνει έμφαση στην τοπική παραγωγή κρίσιμων στοιχείων, όπως οι μπαταρίες και οι ημιαγωγοί. Και στις δύο περιπτώσεις, η πρόθεση είναι να ενισχυθεί η βιομηχανική βάση της Ε.Ε. απέναντι στον αυξανόμενο διεθνή ανταγωνισμό.
Ωστόσο, αν τα κριτήρια γίνουν υπερβολικά αυστηρά, το κόστος παραγωγής ηλεκτρικών αυτοκινήτων στην Ευρώπη ενδέχεται να αυξηθεί βραχυπρόθεσμα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει είτε σε μειωμένα περιθώρια κέρδους για τους κατασκευαστές είτε σε υψηλότερες τιμές για τους καταναλωτές, με άμεσο αντίκτυπο στη ζήτηση.
Ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να καθυστερήσει τη μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση και να ενισχύσει το κλίμα προστατευτισμού σε παγκόσμιο επίπεδο.
Κρίσιμο ζήτημα αποτελεί και η ιχνηλασιμότητα των πρώτων υλών. Η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία εξαρτάται από διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού, γεγονός που καθιστά απαραίτητο ένα ενιαίο σύστημα πιστοποίησης, παρόμοιο με το ψηφιακό «διαβατήριο» μπαταριών.
Ιδιαίτερη σημασία αποκτούν και οι εταιρικές ταξινομήσεις. Από το 2026, τα δημόσια κίνητρα για αγορά ή leasing εταιρικών οχημάτων θα αφορούν αποκλειστικά «πράσινα» αυτοκίνητα κατασκευασμένα στην Ε.Ε. Για χώρες με χαμηλή διείσδυση ηλεκτρικών εταιρικών στόλων, όπως η Ελλάδα, απαιτούνται στοχευμένες παρεμβάσεις και αναθεώρηση του φορολογικού πλαισίου, ώστε η μετάβαση να μην εξελιχθεί σε χαμένη ευκαιρία.
