Η Ευρωπαϊκή Ένωση κάνει ένα σαφές βήμα πίσω από τη μέχρι πρότινος απόλυτη γραμμή της πλήρους απαγόρευσης των θερμικών αυτοκινήτων μετά το 2035, υιοθετώντας πλέον ένα πιο ευέλικτο και ρεαλιστικό πλαίσιο για το μέλλον της αυτοκίνησης.
Ο στόχος των μηδενικών εκπομπών αντικαθίσταται επισήμως από μείωση 90% στις μέσες εκπομπές CO₂, αφήνοντας ένα «παράθυρο» για τη συνέχιση της παρουσίας κινητήρων εσωτερικής καύσης, υπό αυστηρούς όμως περιβαλλοντικούς και βιομηχανικούς όρους.
Σύμφωνα με το νέο πλαίσιο που παρουσίασε χτες 16 Δεκεμβρίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το εναπομείναν 10% των εκπομπών θα μπορεί να αντισταθμίζεται μέσω της χρήσης βιοκαυσίμων, συνθετικών e-fuels και πρώτων υλών χαμηλού ανθρακικού αποτυπώματος, όπως ο «πράσινος» χάλυβας.
Κρίσιμη προϋπόθεση είναι η παραγωγή τόσο των οχημάτων όσο και των σχετικών τεχνολογιών να πραγματοποιείται εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενισχύοντας την εγχώρια βιομηχανική βάση.
Η αλλαγή κατεύθυνσης δεν προέκυψε τυχαία. Η ΕΕ αναγνωρίζει πλέον ανοιχτά ότι η ηλεκτροκίνηση δεν εξελίσσεται με τον ίδιο ρυθμό σε όλα τα κράτη-μέλη. Παρότι σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης τα αμιγώς ηλεκτρικά αυτοκίνητα έχουν ξεπεράσει το 50% των πωλήσεων, σε μεγάλο μέρος της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης παραμένουν σε μονοψήφια ποσοστά. Μέχρι το τέλος του 2025, η συνολική διείσδυση των BEV στην ΕΕ δεν αναμένεται να ξεπεράσει το 18%, με την έλλειψη υποδομών φόρτισης, το υψηλό κόστος αγοράς και την ανασφάλεια γύρω από την πραγματική αυτονομία να λειτουργούν ανασταλτικά.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι νέοι κανονισμοί επιτρέπουν τη συνέχιση της εξέλιξης και διάθεσης υβριδικών λύσεων -από ήπια υβριδικά και plug-in υβριδικά έως extended-range ηλεκτρικά- αλλά και καθαρά θερμικών κινητήρων, εφόσον το συνολικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα εξισορροπείται. Πρόκειται ουσιαστικά για εγκατάλειψη της λογικής της «τεχνολογικής απαγόρευσης» υπέρ μιας προσέγγισης βασισμένης στο τελικό αποτέλεσμα.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, παρουσίασε το πακέτο ως προϊόν εκτεταμένου διαλόγου με τη βιομηχανία, τους εργαζομένους και τους κοινωνικούς εταίρους, ενώ ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος Στεφάν Σεζουρνέ τόνισε την ανάγκη ταχείας υιοθέτησης των μέτρων ώστε να αποφευχθεί νέα περίοδος αβεβαιότητας για τους κατασκευαστές.
Καθοριστικό ρόλο στην αλλαγή στάσης έπαιξαν η Γερμανία και η Ιταλία, με το Βερολίνο και τη Ρώμη να πιέζουν συστηματικά για αναθεώρηση του πλάνου. Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Μάνφρεντ Βέμπερ, είχε προϊδεάσει εδώ και μήνες για την ανάγκη εξαιρέσεων, κάτι που πλέον μετατρέπεται σε επίσημη πολιτική.
Παράλληλα, η ΕΕ εισάγει ένα σύστημα super credits για μικρά ηλεκτρικά αυτοκίνητα ευρωπαϊκής παραγωγής. Κάθε τέτοιο μοντέλο θα προσμετράται ως 1,3 οχήματα στον υπολογισμό των στόχων CO₂, δίνοντας σημαντικό πλεονέκτημα στους κατασκευαστές. Η λογική παραπέμπει έμμεσα στα ιαπωνικά Kei Cars, χωρίς ωστόσο να θεσμοθετείται ξεχωριστή κατηγορία.
Αλλαγές προβλέπονται και για τα επαγγελματικά van, με χαμηλότερους στόχους εκπομπών και υπολογισμό βάσει μέσου όρου για την περίοδο 2030-2032.
Αντίθετα, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα για «πάγωμα» του utility factor στα plug-in hybrid, επικαλούμενη μελέτες που δείχνουν ότι πολλά από αυτά κινούνται στην πράξη κυρίως με τον θερμικό κινητήρα.
Οι αντιδράσεις της αυτοκινητοβιομηχανίας είναι μεικτές. Η Volkswagen μιλά για έναν πιο ρεαλιστικό δρόμο, η Renault βλέπει ευκαιρία για ενίσχυση των μικρών ηλεκτρικών, ενώ η BMW προειδοποιεί για τον κίνδυνο τεχνητών λύσεων που εξυπηρετούν μόνο τη συμμόρφωση με κανονισμούς. Στον αντίποδα, η Volvo εκφράζει ανησυχίες για απώλεια ανταγωνιστικότητας, παρά το γεγονός ότι και η ίδια έχει ήδη αναθεωρήσει την απόλυτη δέσμευσή της για πλήρη ηλεκτροκίνηση.
Από περιβαλλοντικής πλευράς, η Transport & Environment ασκεί έντονη κριτική, υποστηρίζοντας ότι η πολυπλοκότητα του νέου πλαισίου καθυστερεί την πραγματική μετάβαση, την ώρα που η Κίνα ενισχύει συνεχώς το προβάδισμά της στα BEV.
Το νέο πακέτο μέτρων εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο στήριξης της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας, που περιλαμβάνει αναθεώρηση των στόχων για το 2030 και το 2035, κανόνες τοπικού περιεχομένου, χρηματοδότηση για μπαταρίες, ανάπτυξη software-defined οχημάτων και προώθηση αυτόνομης οδήγησης επιπέδου 3.
Σε κάθε περίπτωση, η ΕΕ δείχνει να εγκαταλείπει τις απόλυτες απαγορεύσεις, αναγνωρίζοντας ότι η μετάβαση στην πράσινη κινητικότητα δεν μπορεί να βασιστεί μόνο σε ημερομηνίες-ορόσημα, αλλά σε τεχνολογίες που λειτουργούν στην πράξη, σε αγορές με άνισες δυνατότητες και σε μια βιομηχανία που καλείται να παραμείνει ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο.
