Ο Luca de Meo, το πρόσωπο που ανέλαβε τα ηνία της Renault σε μια από τις πιο κρίσιμες καμπές της ιστορίας της και την οδήγησε σε θετικό πρόσημο, αποχωρεί από τη θέση του CEO της εταιρείας στις 15 Ιουλίου, έπειτα από πέντε χρόνια στην κορυφή. Όπως ο ίδιος δήλωσε, ήρθε η ώρα για «νέες προκλήσεις εκτός του κλάδου της αυτοκίνησης».
Σύμφωνα με τη Le Figaro, ο Ιταλός μάνατζερ θα μεταπηδήσει στον χώρο της πολυτέλειας, αναλαμβάνοντας επικεφαλής του ομίλου Kering, στον οποίο ανήκουν brands όπως Gucci, Saint Laurent και Balenciaga. Η αλλαγή αυτή εντάσσεται στον στρατηγικό ανασχηματισμό του Francois-Henri Pinault, με διαχωρισμό των ρόλων CEO και προέδρου στον οικογενειακά ελεγχόμενο κολοσσό.
Η Renault ανακοίνωσε πως η διαδικασία διαδοχής είναι ήδη σε εξέλιξη, ακολουθώντας προαποφασισμένο πλάνο, χωρίς να αποκαλύπτει ακόμη το επόμενο πρόσωπο στην κορυφή.
Ο de Meo προσλήφθηκε τον Ιανουάριο του 2020, σε ένα περιβάλλον γεμάτο αστάθεια, λίγους μήνες μετά την πτώση του Carlos Ghosn και την αποχώρηση του Thierry Bolloré. Ανέλαβε επισήμως τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, μετακινούμενος από τη Seat του ομίλου Volkswagen, την οποία είχε «αναστήσει» δημιουργώντας μάλιστα και την Cupra.
Καλούμενος να διαχειριστεί μια Renault με ζημίες 7,3 δισ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του 2020, προχώρησε άμεσα στο σχέδιο Renaulution, αλλάζοντας ριζικά τη φιλοσοφία: λιγότεροι όγκοι, περισσότερη αξία. Η νέα στρατηγική περιλάμβανε πιο κερδοφόρα μοντέλα (Scenic E-Tech, Renault 4, Alpine A390), εξηλεκτρισμό της γκάμας και πλήρη στροφή της Alpine προς το ηλεκτρικό μέλλον.
Ο χρόνος εξέλιξης νέων μοντέλων μειώθηκε έως και 40%, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Renault 5, ένα από τα πρώτα προσιτά ηλεκτρικά που θα κατασκευάζονται εξολοκλήρου στη Γαλλία. Η νέα γενιά του Twingo αναμένεται να εξελιχθεί μέσα σε μόλις δύο χρόνια, ως απάντηση στους ανερχόμενους Κινέζους κατασκευαστές.
Επιπλέον, ο de Meo αναδιάρθρωσε τη Dacia, αναμόρφωσε τον ρόλο της Alpine, περιόρισε την παρουσία σε δύσκολες αγορές όπως η Κίνα και διέκοψε τη συνεργασία με τη Lada λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, ακυρώνοντας και το σχέδιο συγχώνευσης με τη Dacia.
Το αποτέλεσμα ήταν θεαματικό: από το 2021 η Renault επανήλθε σε κερδοφορία, με το 2024 να καταγράφει ρεκόρ λειτουργικών κερδών στα 4,3 δισ. ευρώ και λειτουργικό περιθώριο 7,6%, ξεπερνώντας τις προβλέψεις σε μια γενικά δύσκολη συγκυρία για την παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία.
Ο πρόεδρος της Renault, Jean-Dominique Senard, δήλωσε ότι η εταιρεία στέκεται ξανά σε σταθερή βάση, με ενισχυμένο χαρτοφυλάκιο και ισχυρότερη ταυτότητα. Από την πλευρά του, ο de Meo αποχαιρέτησε δηλώνοντας πως «η αποστολή του ολοκληρώθηκε» και πως αφήνει πίσω του «μια μεταμορφωμένη εταιρεία».
Ωστόσο, η αποχώρησή του αφήνει και ανοικτά ζητήματα: η συνεργασία με τη Nissan, το rebranding της Renault, αλλά και η προσπάθεια να μείνει ανταγωνιστική απέναντι σε έναν κλάδο που αλλάζει ραγδαία. Το ερώτημα πλέον είναι αν ο διάδοχός του θα μπορέσει να διατηρήσει τη δυναμική ή αν το τέλος της εποχής de Meo θα φανεί στην πράξη πιο κρίσιμο απ’ όσο αρχικά εκτιμάται.
